- ὑδρολόγιον
- ὑδρο-λόγιον, τό,A water-clock, Cleom.2.1, Ptol.Tetr. 108, PLond.3.1177.245 (ii A. D.), Ach.Tat.Intr.Arat.25.6, Procl.Hyp.4.79.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υδρολόγιον — τὸ, ΜΑ, και ὑδρολογεῑον Μ χρονόμετρο με νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑδρ(ο) * + λόγιον*] … Dictionary of Greek
ὑδρολογίοις — ὑδρολόγιον water clock neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδρολογίου — ὑδρολόγιον water clock neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδρολογίων — ὑδρολόγιον water clock neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λόγιο — (AM λόγιον και Μ λόγιν) β συνθετικό ουδέτερων ονομάτων από το ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «ομιλώ, λέω» (πρβλ. ημερολόγιο, ωρολόγιο, μοιρολόγιο, τιμολόγιο) είτε με τη σημ. τού «συλλέγω, συγκεντρώνω», οπότε και λειτούργησε ως περιληπτική… … Dictionary of Greek
υδρολογείον — τὸ, Μ βλ. ὑδρολόγιον … Dictionary of Greek
υδροσκοπία — η / ὑδροσκοπία, ΝΑ [υδροσκόπος] η αναζήτηση και ο καθορισμός τής θέσης υπόγειων υδάτινων αποθεμάτων (αρχ) χρονόμετρο με νερό, ὑδρολογιον* … Dictionary of Greek
υδροσκόπιον — τὸ, ΜΑ και ὑδροσκοπεῑον Α [ὑδροσκόπος] είδος υδροστατικού οργάνου αρχ. 1. ὑδρολόγιον* 2. φρ. «Περὶ ὑδροσκοπείων» τίτλος έργου τού Ήρωνος … Dictionary of Greek